Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Η Ναυμαχία των Σπετσών

Η Ναυμαχία των Σπετσών
(8 Ιουλίου 1822)
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822 ο τουρκικός στόλος, προερχόμενος από τη Μονεμβασία, κίνησε προς ανεφοδιασμό του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο πολιορκούσαν από στεριάς δυνάμεις του Αλεξάνδρου Υψηλάντου και από θαλάσσης δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Φθάνοντας στον χώρο ανάμεσα στο Τρίκερι και τη Σπετσοπούλα, οι τουρκικές δυνάμεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τον στόλο των τριών ηρωϊκών νησιών της Ελλάδος, των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών. Ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου, Ανδρέας Μιαούλης, έδωσε διαταγή να κινηθεί ο ελληνικός στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυαριθμότερους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους.
Προκειμένου, όμως, να αφήσουν τις Σπέτσες ανυπεράσπιστες στο έλεος των Τούρκων, οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούρπας, Δ. Λάμπορυ (ή Λεωνίδας) και Ι. Κούτσης, καθώς και ο Υδραίος Α. Κριεζής, αγνόησαν το σήμα του Μιαούλη και επετέθησαν εναντίον των Τούρκων. Η σφοδρότητα της ναυμαχίας έκανε το έδαφος να σείεται στην Ύδρα, από όπου όσοι παρακολουθούσαν τα γεγονότα έβλεπαν τόσο καπνό που νόμιζαν ότι οι Σπέτσες καίγονται.
Μέσα σ' αυτή την αναταραχή και αντάρα, ο Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης (1792-1887), αψηφώντας τα κανόνια, τη φωτιά και τον καπνό, ώρμησε με το πυρπολικό του στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού, κατορθώνοντας να φθάσει στη ναυαρχίδα των εχθρών, στην οποία βάζει φωτιά. Η τουρκική ναυαρχίδα καίγεται και βουλιάζει --σύμφωνα με την παράδοση μπροστά στο λιμάνι. Η ενέργεια του Μπαρμπάτση ήταν καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας, και ο τουρκικός στόλος υποχώρησε άπρακτος, με αποτέλεσμα το Ναύπλιο να πέσει 2½ μήνες αργότερα.

ΓΙΑΤΙ ΖΟΥΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ""Το ξέρω ναύαρχε ,μα εγώ είμαι ήδη πεθαμένος άνθρωπος "

Τον Ιούνιο 1822, αφού ο ελληνικός στόλος, στον οποίο συμμετείχε δεν κατάφερε να σώσει τη ΧΙΟ από τις τρομερές τουρκικές σφαγές, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στην τουρκική ναυαρχίδα του Καπετάν Πασά , την επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Πιπινου Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι Τούρκοι, κάπου δυό χιλιάδες, γιόρταζαν το μπαιραμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες.
Λέγεται ότι πριν από το γεγονός αυτό και ενώ περιφερόταν στο Αιγαίο για βρει κατάλληλη ευκαιρία να πυρπολήσει τον Τούρκικο Στόλο ,συνάντησε μοίρα του Αγγλικού Στόλου που περιπολούσε στο Αιγαίο. Ο επικεφαλής Άγγλος ναύαρχος τον κάλεσε στο καράβι του να του προσφέρει γεύμα με σκοπό να δει τις προθέσεις του και κυρίως να τον αποτρέψει .Λέει λοιπόν στον ΚΑΝΑΡΗ "καπετάνιο τι πας να κάνεις ,πριν πλησιάσεις θα σε βουλιάξουν ,έχουν τόσα κανόνα ,τόσα τουφέκια " Απάντηση του Κανάρη "Το ξέρω ναύαρχε ,μα εγώ είμαι ήδη πεθαμένος άνθρωπος "

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΝΑΥΑΡΧΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΝΑΡΗ

Kανάρης


Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
Tη νύχτα που παράδερνες μ' ένα δαυλί 'ς το χέρι
K' εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ' έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Tη ματωμένη επλεύρονες, Kανάρη, ναυαρχίδα,
Aν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Mέσα 'ς τη μαύρη τη σπηληά του Kαραλή του σκύλου,
Kανένας μάντις σώλεγε ότι θα νά 'λθη ώρα
Nα ιδής, Kανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ' ετοιμοθάνατη, ― ότ' ήθελες φωτίσει
M' αυτό τ' αστροπελέκι σου Aνατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Kαι χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Kανάρη, 'ς τ' απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ' η χάρη
Nα ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ' ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν' αναβράνε
Mέσ' απ' τα φυλλοκάρδια του κι' αθάνατα θα νά 'ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός 'ς τα λείψανά σου
Nα σε φιλήση εγκαρδιακά, Kανάρη, ο Bασιλειάς σου, ―
Aν ένας μάντις τά 'λεγε ποιός ήθε' τον πιστέψει;…
Mόνος εσύ, πού γνώριζες ότ' είχανε φυτέψει
Bαθειά, βαθειά 'ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Bοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Tην πίστη την ακλόνητη 'ς του έθνους σου την τύχη…
Aυτή, Kανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
K' έδωσε 'ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;

Aχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ' είδ' ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον 'ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα 'ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ' ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ' εφίλησα τ' ανδρεία σου, Kανάρη,
Tα λιοκαμμένα δάχτυλα κ' ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ' έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Mου τίμησες το μέτωπο μ' ένα θερμό φιλί σου
Kαι μού 'πες, λειονταρόκαρδε, ―«Mην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».

Kι' απέθανες! κ' εσβύστηκες!… Tα ριζιμιά, οι βράχοι
Δε σκιάζονται γεράματα και 'ς του βουνού τη ράχη
Oλόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Kαι μάχεται με τα στοιχειά… Kαι συ και συ, Kανάρη,
Πού 'λθες 'ς τη γη θεόχτιστος κι' όπ' όταν εθεωρούσε
Tο χιόνι 'ς το κεφάλι σου κανείς π' ασπροβολούσε,
Eπίστευεν ότ' έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Mε την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Eσύ σωριάζεσαι με μιας;… Mέσα 'ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…

Kατάρ' ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Nά 'ν' οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά 'ν' η ζωή μας στείρα.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)

Το ταξίδι της ζωής μου

ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ  Το ταξίδι της ζωής μου έχει την αντιστοιχία του στο ταξίδι του Οδυσσέα; ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Συναντησα μονόφθαλμους γίγαντες, παλεψα...