Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

ΓΙΑΤΙ ΖΟΥΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ""Το ξέρω ναύαρχε ,μα εγώ είμαι ήδη πεθαμένος άνθρωπος "

Τον Ιούνιο 1822, αφού ο ελληνικός στόλος, στον οποίο συμμετείχε δεν κατάφερε να σώσει τη ΧΙΟ από τις τρομερές τουρκικές σφαγές, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στην τουρκική ναυαρχίδα του Καπετάν Πασά , την επικεφαλής του στόλου που έκαψε το νησί. Την επιχείρηση θα εκτελούσαν τα πυρπολικά του Κανάρη και του Πιπινου Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι Τούρκοι, κάπου δυό χιλιάδες, γιόρταζαν το μπαιραμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ' το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι. Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ' αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες.
Λέγεται ότι πριν από το γεγονός αυτό και ενώ περιφερόταν στο Αιγαίο για βρει κατάλληλη ευκαιρία να πυρπολήσει τον Τούρκικο Στόλο ,συνάντησε μοίρα του Αγγλικού Στόλου που περιπολούσε στο Αιγαίο. Ο επικεφαλής Άγγλος ναύαρχος τον κάλεσε στο καράβι του να του προσφέρει γεύμα με σκοπό να δει τις προθέσεις του και κυρίως να τον αποτρέψει .Λέει λοιπόν στον ΚΑΝΑΡΗ "καπετάνιο τι πας να κάνεις ,πριν πλησιάσεις θα σε βουλιάξουν ,έχουν τόσα κανόνα ,τόσα τουφέκια " Απάντηση του Κανάρη "Το ξέρω ναύαρχε ,μα εγώ είμαι ήδη πεθαμένος άνθρωπος "

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΝΑΥΑΡΧΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΝΑΡΗ

Kανάρης


Βαλαωρίτης Aριστοτέλης
Εκτύπωση
Tη νύχτα που παράδερνες μ' ένα δαυλί 'ς το χέρι
K' εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ' έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Tη ματωμένη επλεύρονες, Kανάρη, ναυαρχίδα,
Aν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Mέσα 'ς τη μαύρη τη σπηληά του Kαραλή του σκύλου,
Kανένας μάντις σώλεγε ότι θα νά 'λθη ώρα
Nα ιδής, Kανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρευ' ετοιμοθάνατη, ― ότ' ήθελες φωτίσει
M' αυτό τ' αστροπελέκι σου Aνατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Kαι χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα να βάλη,
Kανάρη, 'ς τ' απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ' η χάρη
Nα ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ' ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν' αναβράνε
Mέσ' απ' τα φυλλοκάρδια του κι' αθάνατα θα νά 'ναι,
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός 'ς τα λείψανά σου
Nα σε φιλήση εγκαρδιακά, Kανάρη, ο Bασιλειάς σου, ―
Aν ένας μάντις τά 'λεγε ποιός ήθε' τον πιστέψει;…
Mόνος εσύ, πού γνώριζες ότ' είχανε φυτέψει
Bαθειά, βαθειά 'ς τα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Bοτάνι παντοδύναμο, τροφή του κεραυνού σου,
Tην πίστη την ακλόνητη 'ς του έθνους σου την τύχη…
Aυτή, Kανάρη, σώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
K' έδωσε 'ς το καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη…
Σήμερα ποιός την έχει;

Aχ! δεν το πίστευα ποτέ!… Πέρυσι σ' είδ' ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον 'ς το φτωχικό σου στρώμα
Σαν κοιμισμένη θάλασσα 'ςε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ' ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγγρίση φοβερά… και σήμερα κουφάρι!…
Έγυρα τότ' εφίλησα τ' ανδρεία σου, Kανάρη,
Tα λιοκαμμένα δάχτυλα κ' ένοιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ' έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Mου τίμησες το μέτωπο μ' ένα θερμό φιλί σου
Kαι μού 'πες, λειονταρόκαρδε, ―«Mην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».

Kι' απέθανες! κ' εσβύστηκες!… Tα ριζιμιά, οι βράχοι
Δε σκιάζονται γεράματα και 'ς του βουνού τη ράχη
Oλόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Kαι μάχεται με τα στοιχειά… Kαι συ και συ, Kανάρη,
Πού 'λθες 'ς τη γη θεόχτιστος κι' όπ' όταν εθεωρούσε
Tο χιόνι 'ς το κεφάλι σου κανείς π' ασπροβολούσε,
Eπίστευεν ότ' έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Mε την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Eσύ σωριάζεσαι με μιας;… Mέσα 'ς τα χώματά σου
Θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;…

Kατάρ' ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Nά 'ν' οι νεκροί μας άφθαρτοι, νά 'ν' η ζωή μας στείρα.


(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

την σημαία του Καναρη κρατησε ηρωικά το ναυτικό , ο τελευταίο ήταν ο υποπλοίαρχος ΤΣΟΜΑΚΗΣ στην Κύπρο στις 20/7/74 .

ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ-"ΘΕΜΙΣΤΟΠΟΛΟΣ" είπε...

Κατά την επίθεση στην Κύπρο, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στις δύο τορπιλακάτους «Τ1» και «Τ3», οι οποίες τα ξημερώματα της 20 ης Ιουλίου 1974, με την εμφάνιση της τουρκικής ναυτικής δύναμης του ΑΤΤΙΛΑ έξω από την Κερύνεια, απέπλευσαν, αλλά η αμυντική τους προσπάθεια καταπνίγηκε από την έντονη αεροπορική επίθεση, εκεί σκοτώθηκε ο Κυβερνήτης της «Τ3» υποπλοίαρχος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΤΣΟΜΑΚΗΣ μαζί με όλο το πλήρωμα. Επίσης την ίδια μέρα, το αρματαγωγό «ΛΕΣΒΟΣ», με κυβερνήτη τον πλωτάρχη ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΧΑΝΔΡΙΝΟ, στην Πάφο, βομβάρδισε επί ώρα τον τομέα της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης που στάθμευε στο νησί, κάτω από το ενετικό φρούριο της πόλης, μέχρι την τελική της παράδοση. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πλοίο αποβίβασε τη δύναμη της ΕΛΔΥΚ, που μόλις είχε παραλάβει για την Ελλάδα, παρερμηνεύτηκε από τους Τούρκους ότι δήθεν γίνεται απόβαση του ελληνικού στόλου έτσι, τα τουρκικά αεροσκάφη βύθισαν ένα τουρκικό αντιτορπιλικό, ενώ ένα άλλο υπέστη σοβαρότατες ζημίες.
θεμιστοπολος

Το ταξίδι της ζωής μου

ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ  Το ταξίδι της ζωής μου έχει την αντιστοιχία του στο ταξίδι του Οδυσσέα; ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Συναντησα μονόφθαλμους γίγαντες, παλεψα...